-
1 εὖρος [2]
εὖρος, τό, die Breite, Od. 11, 311; Aesch. Spt. 263; in Prosa, gew. bei Maaßbestimmungen absolut, τάφρος τὸ μὲν εὖρος ὀργυιαὶ πέντε Xen. An. 1, 7, 14; τεῖχος τὸ εὖρος πεντήκοντα ποδῶν 3, 4, 11; ποταμὸς ὢν τὸ εὖρος πλέϑρου 1, 4, 9; ὁ τοῖχος ἦν ἐπὶ ὀκτὼ πλίνϑων τὸ εὖρος 7, 8, 14; oft auch ohne Artikel, ποταμὸς εὖρος πλέϑρου 1, 4, 4; εἰς εὖρος τριῶν πήχεων Eur. Cycl. 389.
-
2 εὖρος
A breadth, width, mostly abs., εὖρος in breadth, opp. μῆκος or ὕψος, Od.11.312, Hdt.1.93, 178, al.;ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4
( τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9); ; (lyr.).
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий